Πέμπτη 27 Ιουνίου 2013

RAF Φράξια κόκκινος στρατός. Από το «σκάνδαλο της πουτίγκας» στις βόμβες της τρομοκρατίας

asimbibastos news


69 νεκροί, θύματα και θύτες, στα 28 χρόνια δράσης της Φράξιας Κόκκινος Στρατός είναι αρκετοί για να προβληματίζουν ακόμη τη γερμανική κοινωνία


ΒΕΡΟΛΙΝΟ, ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ
Η πουτίγκα, μόλις βγαλμένη από τη φόρμα, άχνιζε ακόμη. Η όψη της έκανε να τρέχουν τα σάλια εκείνων που την έβλεπαν. Ούτε ο Ντίτερ Κούντσελμαν όμως ούτε οι συγκάτοικοι του, που κάθονταν ένα απριλιάτικο πρωινό του 1967 στην κουζίνα της «Kommune 1», του πρώτου φοιτητικού κοινοβίου στο Δυτικό
Βερολίνο, έλεγαν να την αγγίξουν. «Η πουτίγκα ήταν δώρο. Και στα δώρα δεν βάζουν χέρι» εξηγούσε αργότερα ο κ. Κούντσελμαν. Πόσο μάλλον που προοριζόταν για μια διαπρεπή προσωπικότητα - τον τότε αμερικανό αντιπρόεδρο Χούμπερτ Χάμφρι που βρισκόταν για επίσκεψη την πόλη τους. Αν ο κ. Χάμφρι θα χαιρόταν για ένα γλυκό που, σύμφωνα με τους δωρητές, δεν ήταν να το φάει με το κουταλάκι, είναι αμφίβολο. Η επίδοσή του δεν έγινε πάντως ποτέ. Η αστυνομία, που είχε ακούσει για την ύπαρξή του από μυστικό πράκτορα, πρόλαβε να το κατασχέσει. Παράλληλα ειδοποίησε και τις εφημερίδες. «Σχέδιο για βομβιστική επίθεση εναντίον του αμερικανού αντιπροέδρου στο Βερολίνο» ήταν το επόμενο πρωί ο τίτλος του ταμπλόιντ «Bildzeitung». «Οι βομβιστές θα τύχουν της ανάλογης μεταχείρισης. Η πλειονότητα των Γερμανών έχει κατανόηση για τον αγώνα που κάνουν οι Αμερικανοί στο Βιετνάμ...» αναφερόταν σε εσωτερική σελίδα. Ακολούθησε η σύλληψη των «συνωμοτών», που δεν κράτησε όμως πολύ αφού οι πυροτεχνουργοί δεν βρήκαν ούτε ίχνος εκρηκτικής ύλης στο ωραίο γλύκισμα.

Το επεισόδιο με την πουτίγκα έδειξε ανάγλυφα πόσο εκρηκτική ήταν ήδη τότε η ατμόσφαιρα ανάμεσα στο ανερχόμενο φοιτητικό κίνημα και στο πολιτικό και δημοσιογραφικό κατεστημένο. Για την «Bildzeitung», οι εξεγερμένοι φοιτητές ήταν κοινοί εγκληματίες. Αντίστοιχη ήταν και η απάντηση του διάττοντος τότε αστέρα της αριστερής δημοσιογραφίας, της Ούλρικε Μάινχοφ, στο περιοδικό «Konkret»: «Σύμφωνα με την άποψη των επισήμων λοιπόν, αυτό που είναι εγκληματικό δεν είναι να ρίχνει κανείς ναπάλμ βόμβες στις γυναίκες και στα παιδιά του Βιετνάμ, αλλά πουτίγκα στους πολιτικούς που διατάσσουν την ισοπέδωση των πόλεων... Ναπάλμ ναι, πουτίγκα όχι».


Τρία χρόνια αργότερα, το 1970, η Μάινχοφ συνέτασσε το εγχειρίδιο «Οι αντάρτες των πόλεων», την ιδρυτική διακήρυξη της Φράξιας Κόκκινος Στρατός RAF. Η διακήρυξη αυτή, σύμφωνα με τους ειδικούς, ήταν ο τελευταίος κρίκος στη αλυσίδα των απογοητεύσεων που είχαν αρχίσει με το «σκάνδαλο της πουτίγκας».
Οι «απογοητεύσεις» δεν αρκούν όμως για να εξηγήσουν αυτό το βήμα. Σε αυτές πρέπει να προστεθούν και οι «λάθος εκτιμήσεις». Με πρώτη ότι η πολιτική βία μπορεί να νομιμοποιηθεί στα δημοκρατικά καθεστώτα ­ φτάνει να έχει μαζική μορφή.
«Το ρίξιμο μιας πέτρας είναι πράξη τιμωρητέα, η ρίψη χιλιάδων πετρών είναι πράξη πολιτική. Ο εμπρησμός ενός αυτοκινήτου είναι πράξη του κοινού ποινικού δικαίου, ο εμπρησμός χιλιάδων αυτοκινήτων είναι πράξη πολιτική»διακήρυσσε η Μάινχοφ σε Teach-In στο Τεχνικό Πανεπιστήμιο του Βερολίνου τον Απρίλιο του 1968. Και η άποψη αυτή δεν ήταν μειοψηφική. «Οι περισσότεροι αριστεροί πίστευαν τότε στη νομιμότητα της μαζικής βίας» λέει ο δημοσιολόγος Βόλφγκανγκ Γκαστ αναφερόμενος στην τότε ανερχόμενη ανορθόδοξη, αντισταλινική «Νέα Αριστερά». Και αυτό όχι μόνο σε επίπεδο «αθώων» διαδηλώσεων. «Δηλώνουμε ότι αν η κυβέρνηση αποφασίσει να στείλει γερμανούς στρατιώτες στο Βιετνάμ, θα πάρουμε τα όπλα εναντίον της» προειδοποιούσε την ίδια εποχή δημόσια το νούμερο ένα του φοιτητικού κινήματος Ρούντι Ντούσκε.

Αντάρτικο των πόλεων
Εξίσου λανθασμένη αποδείχθηκε όμως και μια δεύτερη εκτίμηση που έλεγε ότι οι οργανώσεις των ανταρτών στις δικτατορίες του Τρίτου Κόσμου, όπως οι Τουπαμάρος της Βολιβίας, μπορούν να μεταφυτευθούν και στις δημοκρατικές μεν αλλά «ιμπεριαλιστικές» μητροπόλεις. «Η θεωρητική αφετηρία της RAF ήταν ότι από τις αρχές του εικοστού αιώνα ο δυτικός κόσμος βρισκόταν υπό τον ζυγό του αμερικανικού ιμπεριαλισμού. Αυτό ίσχυε ιδιαίτερα για τη μεταπολεμική Γερμανία, η οποία ως τη σύναψη του συμφώνου ειρήνης το 1992 ήταν κατεχόμενη χώρα. Το αντάρτικο των πόλεων ήταν έτσι απαραίτητο για την αποτίναξη του ζυγού» λέει ο δημοσιολόγος Ολιβερ Τομλάιν. Το αποτέλεσμα, προσθέτει, ήταν ότι οι επιθέσεις της RAF είχαν ως κύριο στόχο τις αμερικανικές βάσεις στη Γερμανία. Οι γερμανοί πολίτες έμπαιναν στο στόχαστρό της μόνο εφόσον θεωρούνταν «υποχείρια» των Αμερικανών.
«Αντάρτες» χαμένοι από χέρι; Από πρώτη ματιά όχι. Σύμφωνα με δημοσκόπηση του ινστιτούτου Allensbach, κάθε τέταρτος Δυτικογερμανός κάτω των 30 ετών έτρεφε το 1971 «συμπάθεια» για τη Φράξια Κόκκινος Στρατός. Και κάθε εικοστός βεβαίωνε ότι υπό ορισμένες προϋποθέσεις θα φιλοξενούσε για μια νύχτα έναν «παράνομο αγωνιστή» της.

Η συμπάθεια αυτή, βοηθουσών και των «αγριοτήτων» της RAF, εξατμίστηκε ωστόσο γρήγορα. Σε αυτό συνέβαλε και η στροφή της Νέας Αριστεράς η οποία, έστω και αργά, βλέποντας τι τέρατα είχε γεννήσει η αρχική αντίληψή της περί βίας, έσπευσε να καταδικάσει τις ενέργειες των τρομοκρατών.
Στην απομόνωση της RAF έπαιξε βέβαια ρόλο και το γεγονός ότι δεν ήταν γνήσια «αντάρτικη» οργάνωση (όπως στις δικτατορίες του Τρίτου Κόσμου) αλλά απλώς «τρομοκρατική» - έτσι όπως την ορίζει ο πολιτειολόγος Χέρφιντ Μίνκλερ: ως ομάδα που δεν έχει ως στόχο (σε αντίθεση με τους αντάρτες) τη φυσική αλλά την ψυχική καταστροφή του αντιπάλου. Μόνο που τα «μηνύματα φόβου» που εξέπεμπαν οι «συμβολικές» επιθέσεις της δεν έφτασαν για να παραλύσουν τον εχθρό ή, όπως έλεγε η Μάινχοφ, τους «μηχανισμούς της εξουσίας». Το αντίθετο μάλιστα. Ηδη από το 1976-77, γράφει ο συγγραφέας Στέφαν Αουστ, οι μηχανισμοί αυτοί είχαν «θεριέψει» τόσο πολύ που να προκαλούν με τη σειρά τους τρόμο στους τρομοκράτες.

«Σοβαροί» ιδεολόγοι
Λόγος για λιποψυχία; Κάθε άλλο. Με το σύνθημα «άνθρωπος ή γουρούνι», τόσο η Μάινχοφ όσο και τα άλλα τρία μέλη του ηγετικού κουαρτέτου της RAF, ο Αντρέας Μπάαντερ, η Γκούντρουν Ενσλιν και ο Γιαν-Καρλ Ράσπε, συνέχισαν να παλεύουν και μέσα στη φυλακή για την «τελική νίκη». Ή τουλάχιστον έδειχναν ότι «παλεύουν». Η αντοχή τους όμως δεν ήταν απεριόριστη. Αυτό πιστοποιεί και η αυτοκτονία τους στις φυλακές του Σταμχάιμ - πρώτα της Μάινχοφ το 1976 και ύστερα των τριών άλλων ένα χρόνο αργότερα, μετά την αποτυχημένη αεροπειρατεία από παλαιστίνιο κομάντο, που είχε ως στόχο την απελευθέρωσή τους.
Το γεγονός βέβαια ότι δεν αποδείχθηκαν «κλεφτοκοτάδες» ή καταδότες, όπως ορισμένοι «ομόλογοί» τους στην Ελλάδα, δεν τους κάνει περισσότερο συμπαθητικούς. Εξάλλου συμπαθητικοί δεν ήταν ούτε και την εποχή που ζούσαν. Οι έγκλειστοι του Σταμχάιμ ήταν υποδείγματα «αχαριστίας». Οι δικηγόροι τους, ανάμεσά τους και ο μετέπειτα υπουργός Εσωτερικών Οτο Σίλι, που έκαναν τα πάντα για να τους «ξελασπώσουν», ήταν, σύμφωνα με έκφραση του Μπάαντερ, «χρήσιμοι ηλίθιοι», ενώ οι άλλοι αριστεροί, που διαφωνούσαν μαζί τους, ήταν απλώς «γουρούνια». Αλλά και μεταξύ τους κάθε άλλο παρά αβροί ήταν. Ο τρόπος που μιλούσε ο άτυπος «τιμονιέρης» της οργάνωσης Μπάαντερ, ακόμη και προς τους συγκρατουμένους του, αποτελεί, όπως δείχνουν οι σχετικές μαρτυρίες, μνημείο «συντροφικού» αυταρχισμού και καταφρόνιας.

Εκεί που απέτυχαν βέβαια απόλυτα οι πρωταγωνιστές της RAF δεν ήταν στο «savoir vivre» αλλά στην πολιτική. Η αντικατάσταση της πολιτικής δράσης από την «κουμπούρα» αποδείχθηκε θανατηφόρο εγχείρημα. Απόδειξη οι συνολικά 69 νεκροί στα 28 χρόνια ύπάρξης της RAF (1970-1998) - 41 θύματα των τρομοκρατών και 28 τρομοκράτες.
Γι' αυτό έφταιγε βέβαια και η αριστερή διανόηση, η οποία απέτυχε να πει έγκαιρα τα πράγματα με το όνομά τους και να βάλει έτσι φρένο στον δρόμο προς την τρομοκρατία. Από αυτή την άποψη η RAF δεν ήταν «εκφυλισμένο» παράγωγο αλλά τμήμα μιας τότε παραπαίουσας και «πελαγωμένης» Αριστεράς
Και αυτό εξηγεί ίσως αρκετά και τη συμπεριφορά εκείνων που, ενώ αρχικά παραπονιόνταν για τη δυσφήμηση της ζαχαροπλαστικής τους, παράτησαν τελικά εθελουσίως τις πουτίγκες για να πάρουν στα χέρια τους τις βόμβες.

Αμετανόητοι (συνταξιούχοι) τρομοκράτες

Από τους περίπου 200 που είχαν καταδικαστεί σε πολυετείς ποινές μόνο τέσσερις γυναίκες και δύο άνδρες παραμένουν στις φυλακές 


Από το 1970 και ως σήμερα πέρασαν περίπου 200 μέλη της RAF από τις φυλακές, όπου εξέτισαν πολυετείς ποινές. Η συντριπτική πλειονότητά τους έχει ενδιάμεσα αποφυλακισθεί. Μόνο πέντε τρομοκράτες, ήτοι 3 γυναίκες (Εβα Χάουλε, Μπίργκιτ Χόγκεφελντ, Μπριγκίτε Μονχάουπτ) και δύο άντρες (Κρίστιαν Κλαρ και Ρολφ-Κλέμενς Βάγκνερ) βρίσκονται ακόμη στα «σίδερα». Οι υπόλοιποι, κατά το πλείστον «αμετανόητοι» στις πεποιθήσεις τους, διάγουν σήμερα τον βίο του συνταξιούχου τρομοκράτη. Ορισμένοι από αυτούς έχουν δημοσιεύσει απομνημονεύματα, όπως ο Ινγκε Φιτ, η Ιρμγκαρτ Μέλερ, ο Τιλ Μάγερ και ο Στέφαν Βισνέφσκι και μόνο τρία άτομα, που φέρονται ως τρομοκράτες, καταζητούνται ακόμα από τις αρχές, η Ντανιέλα Κλέτε, ο Ερνστ Φόλκερ Στάουμπ, καθώς και κάποιος Μπρούρκχαρτ Γκ.
Αν και οι αρχές δεν αποκλείουν τη «νεκρανάσταση» της RAF, η γερμανική δημοσιότητα έχει πάψει να της δίνει σημασία. Ιδιαίτερα μετά την 11η Σεπτεμβρίου η τρομοκρατία συνταυτίζεται σχεδόν αποκλειστικά με τους ισλαμιστές. Μόνο που οι εναπομείναντες φυλακισμένοι της RAF δεν αποκομίζουν σπουδαίο όφελος από αυτό: Η κράτησή τους χαρακτηρίζεται από αυστηρούς περιορισμούς, που αφορούν τόσο την πρόσβαση σε εφημερίδες και βιβλία όσο και την αλληλογραφία. Παράλληλα οι φίλοι και συγγενείς τους μπορούν να τους επισκέπτονται μόνο άπαξ τον μήνα, και αυτό πάντα υπό αστυνομική επιτήρηση. Στην περίπτωση του «αμετανόητου» Κρίστιαν Κλαρ μάλιστα τα μέτρα κράτησης είναι όντως υπεραυστηρά. Αρκεί να αναφερθεί ότι τυχόν απόλυσή του θα γίνει, ύστερα από απόφαση του δικαστηρίου, 26 χρόνια μετά την έκδοση της καταδικαστικής απόφασης - έναντι 15 που προβλέπει ο νόμος.  «Θα είναι σαν να πηγαίνει σε ξένη χώρα» έλεγε συνήγορός του.

Με την παρακμή της RAF, μετά το 1977, διαλύθηκε βαθμιαία και ο πολιτικός της περίγυρος, οι λεγόμενοι «συμπαθούντες». Την περίοδο της μεγάλης «ακμής» της, το 1975-77, ο αριθμός των «συμπαθούντων» είχε φτάσει τις 10.000. Οι αρχές και μέρος των μέσων ενημέρωσης συγκατέλεγαν βέβαια σε αυτούς και εκείνους που, αν και διαφωνούσαν οριζοντίως και καθέτως με τη δράση των τρομοκρατών, τάσσονταν υπέρ της «ανθρώπινης» μεταχείρισής τους στο πλαίσιο της ισχύουσας δικονομίας. Σε αυτούς ανήκαν και δύο νομπελίστες λογοτέχνες - ο Γερμανός Χάινριχ Μπελ και ο Γάλλος Ζαν-Πολ Σαρτρ.
Με τη διάλυση της RAF εξασθένησε και η «λαϊκή οργή» - που σε μεγάλο βαθμό υποδαυλιζόταν από τα ταμπλόιντ, όπως η «Bildzeitung». Στον Κρίστιαν Κλαρ δεν αποστέλλονται πάντως σήμερα, όπως παλιά στον Μπάαντερ και στη Μάινχοφ, δέματα από «αγανακτισμένους πολίτες», τα οποία μαζί με θηλιές από σχοινί και σύρμα περιείχαν την προτροπή να «πάνε να κρεμαστούν με αυτές». Εκτός πια και αν οι δικαστικές αρχές απαγορεύουν σήμερα την επίδοσή τους - σε αντίθεση με τον πρόεδρο του δικαστηρίου του Σταμχάιμ Τέοντορ Πρίντσινγκ, ο οποίος το 1975-77 έδινε εντολή να επιδίδονται οι θηλιές στους κρατουμένους - για «παιδαγωγικούς» μάλλον λόγους.

Το ημερολόγιο του τρόμου

Από την «απαγωγή» του Μπάαντερ στην «αναστολή» του ένοπλου αγώνα

3 Απριλίου 1968. Σε ένδειξη διαμαρτυρίας εναντίον του πολέμου στο Βιετνάμ ο Αντρέας Μπάαντερ, η Αστριντ Πρελ και ο αδελφός της Τόρβαλντ τοποθετούν εμπρηστικές βόμβες σε δύο καταστήματα της Φραγκφούρτης. Προξενούνται υλικές ζημιές. Θύματα δεν υπάρχουν, επειδή οι βόμβες αναφλέγονται μετά το κλείσιμο των καταστημάτων.
31 Οκτωβρίου 1968. Ο Μπάαντερ και οι συνεργοί του καταδικάζονται σε τριετή ποινή κάθειρξης λόγω του εμπρησμού στη Φραγκφούρτη.
14 Μαΐου 1968. Κατά τη διάρκεια μιας επίσκεψής του σε βιβλιοθήκη του Δυτικού Βερολίνου υπό αστυνομική συνοδεία ο Αντρέας Μπάαντερ απελευθερώνεται από συντρόφους του. Ενας αστυνομικός τραυματίζεται σοβαρά. Η απελευθέρωση αυτή θεωρείται η ληξιαρχική πράξη γέννησης της RAF. Λίγες ημέρες αργότερα κυκλοφορεί η πρώτη προκήρυξη της οργάνωσης γραμμένη από την Ούλρικε Μάινχοφ.
Καλοκαίρι του '70. Η RAF εκπαιδεύεται στο «αντάρτικο των πόλεων». Είκοσι μέλη της ομάδας με επικεφαλής τον Αντρέας Μπάαντερ, την Γκούντρουν Ενσλιν και την Ούλρικε Μάινχοφ παίρνουν σχετικά μαθήματα σε στρατόπεδο εκπαίδευσης της PLO στην Ιορδανία. Ο Μπάαντερ επιβάλλεται εκεί ως ο «φυσικός» αρχηγός της οργάνωσης.
15 Ιουλίου 1971. Ο πρώτος νεκρός της RAF - η αστυνομία πυροβολεί και σκοτώνει στο Αμβούργο την Πέτρα Σελμ. Εννέα μήνες αργότερα βρίσκει τον θάνατο με τον ίδιο τρόπο ο Τόμας Βαϊσμπέκερ στο Αουγκσμπουργκ.
11 Μαΐου 1972. Ο κύριος εχθρός είναι ο αμερικανικός ιμπεριαλισμός: Η RAF κάνει βομβιστική επίθεση στο γενικό αρχηγείο των αμερικανικών δυνάμεων κατοχής στη Φραγκφούρτη. Ενας συνταγματάρχης σκοτώνεται.
24 Μαΐου 1972. Δύο παγιδευμένα με βόμβες αυτοκίνητα τινάζονται στον αέρα μπροστά στο γενικό αρχηγείο των Αμερικανών στη Χαϊδελβέργη σκοτώνοντας τρεις στρατιώτες.
1η Ιουνίου 1972. Ο Αντρέας Μπάαντερ και δύο άλλα ηγετικά στελέχη της RAF, ο Γιαν-Καρλ Ράσπε και ο Χόλγκερ Μάινς, συλλαμβάνονται ύστερα από ανταλλαγή πυροβολισμών στη Φραγκφούρτη. Ακολουθεί, μία εβδομάδα αργότερα, η σύλληψη της Γκούντρουν Ενσλιν στο Αμβούργο και αμέσως μετά της Ούλρικε Μάινχοφ στο Αννόβερο. Οι κρατούμενοι μεταφέρονται στις φυλακές του Σταμχάιμ στο κρατίδιο της Βάδης-Βυρτεμβέργης (κοντά στη Στουτγάρδη), όπου κρατούνται υπό συνθήκες πλήρους απομόνωσης. Η αντίδρασή τους είναι πολύμηνη απεργία πείνας, με αποτέλεσμα τον θάνατο του Χόλγκερ Μάινς στις 9 Νοεμβρίου 1974.
10 Νοεμβρίου 1974. Σε αντίποινα για τον θάνατο του Μάινς η τρομοκρατική οργάνωση «Κίνημα 2 Ιουνίου» δολοφονεί στο Βερολίνο τον δικαστή Γκύντερ φον Ντρένκμαν.
27 Φεβρουαρίου 1975. Η RAF απάγει τον πρόεδρο των Χριστιανοδημοκρατών του Βερολίνου Πέτερ Λόρεντς. Μία εβδομάδα αργότερα ο Λόρεντς είναι ελεύθερος μετά την απόφαση των αρχών να αφήσουν ελεύθερους πέντε τρομοκράτες που μεταφέρονται αεροπορικώς στη Νότια Υεμένη.
24 Απριλίου 1975. Οι κομάντος της RAF «Χόλγκερ Μάινς» εισβάλλουν στη γερμανική πρεσβεία της Στοκχόλμης και συλλαμβάνουν 12 άτομα του προσωπικού ως ομήρους. Η πρεσβεία απελευθερώνεται ύστερα από επίθεση ειδικών αστυνομικών δυνάμεων. Ο απολογισμός τέσσερις νεκροί, δύο υπάλληλοι και δύο τρομοκράτες.

21 Μαΐου 1975. Στο Σταμχάιμ αρχίζει η δίκη εναντίον της «συμμορίας των τεσσάρων», του Μπάαντερ, της Ενσλιν, της Μάινχοφ και του Ράσπε. Οι κατηγορούμενοι παραπονιούνται για αφόρητες συνθήκες απομόνωσης σε «λευκά κελιά» και «νεκρές» από άλλους κρατουμένους φυλακές, ενώ οι δικηγόροι τους καταγγέλλουν την παραβίαση στοιχειωδών κανόνων της δικονομίας. Το αποτέλεσμα: Κατά τη διάρκεια της δίκης το κοινοβούλιο στη Βόννη αποφασίζει πλέγμα νόμων κατά της τρομοκρατίας που νομιμοποιούν εκ των υστέρων τις καταγγελλόμενες παραβιάσεις.
9 Μαΐου 1976. Η Ούλρικε Μάινχοφ βρίσκεται κρεμασμένη στο κελί της. Οι αρχές μιλούν για αυτοκτονία, οι σύντροφοί της για ψυχρή δολοφονία.
7 Απριλίου 1977. Η RAF δολοφονεί τον πιο απηνή διώκτη της, τον γενικό εισαγγελέα της Γερμανίας Ζίγκφριντ Μπούμπακ, καθώς και δύο συνοδούς του.
28 Απριλίου 1977. Οι τρεις εναπομείναντες κατηγορούμενοι στη δίκη του Σταμχάιμ (Μπάαντερ, Ενσλιν, Ράσπε) καταδικάζονται σε ισόβια κάθειρξη.

30 Ιουλίου 1977. Δολοφονία του προέδρου της Dresdner Bank Γιούργκεν Πόντο στο Ομπερούρσελ από κομάντος της RAF.

5 Σεπτεμβρίου 1977. Η RAF απάγει τον πρόεδρο των γερμανών εργοδοτών Χανς Μάρτιν Σλάιερ, ο οποίος στα νιάτα του ήταν ενεργό μέλος του ναζιστικού κόμματος, και εκτελεί τέσσερις συνοδούς του.
13 Οκτωβρίου 1977. Παλαιστίνιοι κομάντος καταλαμβάνουν αεροπλάνο της Λουφτχάνσα και απαιτούν την απελευθέρωση 11 μελών της RAF και δύο Παλαιστινίων που κρατούνται στην Τουρκία. Ενας από τους πιλότους δολοφονείται. Το αεροπλάνο προσγειώνεται τελικά στο Μογκαντίσου. Στις 17 Οκτωβρίου οι γερμανικές ειδικές αντιτρομοκρατικές δυνάμεις GSG 9 εισβάλλουν στο αεροπλάνο, σκοτώνουν τρεις τρομοκράτες και απελευθερώνουν 86 ομήρους. Το επόμενο πρωί βρίσκονται νεκροί στα κελιά τους οι Αντρέας Μπάαντερ, Γκούντρουν Ενσλιν και Γιαν-Καρλ Ράσπε. Οι αρχές βεβαιώνουν πάλι ότι πρόκειται για αυτοκτονία, οι «συνοδοιπόροι» της RAF για εκτέλεση.
19 Οκτωβρίου 1977. Η RAF ανακοινώνει ότι έθεσε τέλος στην «οικτρή και διεφθαρμένη ζωή του Χανς Μάρτιν Σλάιερ». Το πτώμα του βρίσκεται πεταμένο σε δασύλλιο στα γερμανογαλλικά σύνορα.
1978-1991. Η δεύτερη και από το 1985 η τρίτη γενιά των τρομοκρατών αποδεικνύονται λιγότερο ενεργές από την πρώτη αλλά πολύ πιο προσεκτικές. Οι αυτουργοί των πέντε συνολικά επιθέσεων που έγιναν στην «εποχή» τους και στοίχισαν τη ζωή σε έξι άτομα, κυρίως ανώτατα στελέχη της οικονομίας, παραμένουν ως σήμερα άγνωστοι.
Καλοκαίρι του 1992. Η RAF δηλώνει για πρώτη φορά ότι «αναστέλλει» τον ένοπλο αγώνα.
Μάρτιος του 1998. Υστερα από πολλές «αναστολές» η RAF εξαγγέλλει επίσημα την αυτοδιάλυσή της: «Σήμερα θέτουμε τέρμα στη δράση μας. Το αντάρτικο των πόλεων με τη μορφή της RAF είναι πια ιστορία».

Το ΒΗΜΑ, 08/09/2002 , Σελ.: A12
Κωδικός άρθρου: B13658A121

Το 1970 ο Ανδρέας Μπάαντερ συλλαμβάνεται για άλλη βομβιστική επίθεση και φυλακίζεται.
Η Γκούντρουν Έσλιν μεταβαίνει στην Ιορδανία για δύο μήνες, όπου εκπαιδεύεται σε στρατόπεδο Παλαιστινίων.
Επιστρέφοντας στη Γερμανία, μαζί με την Ούρλιχε Μάινχοφ και άλλες δύο γυναίκες της RAF οργανώνουν κινηματογραφική απαγωγή από την φυλακή του Μπάαντερ και τον απελευθερώνουν.
Στην επιχείρηση σκοτώνεται ένας δεσμοφύλακας.
Η τριαντάχρονη Γκούντρουν Έσλιν γίνεται το πιο καταζητούμενο πρόσωπο στη Γερμανία.
Φωτογραφίες με την επικύρηξή της κυκλοφορούν στα τραίνα, στα καταστήματα ακόμα και στις εκκλησίες.
Συλλαμβάνεται το 1972, ενώ ήταν μεταμφιεσμένη, σε μπουτίκ στο Αμβούργο.

Στις 19 Οκτωβρίου του 1977, οι φυλακές του Στάμχαϊμ στη Στουτγάρδη άνοιγαν τις πύλες τους στους τρεις «πλέον καταζητούμενους τρομοκράτες» της RAF, Αντρέας Μπάαντερ, Γκούντρουν Εσλιν και Γιαν-Καρλ Ράσπε,  προς το νεκροτομείο.
Η επίσημη εκδοχή ήταν ότι και οι τρεις φυλακισμένοι, βαθιά απογοητευμένοι, είχαν δεθεί με ένα «συμβόλαιο αυτοκτονίας» το οποίο και είχαν εκτελέσει.
Η νύχτα εκείνη βαφτίστηκε Todesnacht («Νύχτα θανάτου»). 

Και στο ξημέρωμά της, φάνηκαν αναπάντητα ερωτήματα...
Η ιστοριογραφία των γεγονότων είναι σχεδόν κινηματογραφική:
Μια απαγωγή, ανθρωποκυνηγητό, μια αιματηρή αεροπειρατεία, και μετά ο «τυχαίος θάνατος» των τριών ιστορικών στελεχών της Rote Armee Fraktion.
Σε μια υπόθεση που μοιάζει πολύ με εκείνη του Αλντο Μόρο στην Ιταλία, η επιχείρηση απαγωγής του μεγαλοβιομήχανου Χανς-Μάρτιν Σλέγερ από τους αντάρτες πόλης, τον Σεπτέμβρη του 1977, χρησιμοποιήθηκε για να απαιτηθεί η απελευθέρωση των φυλακισμένων μελών της RAF (συν ένας «επαναστατικός φόρος» 100.000 μάρκων).
Ομως, ενώ το δυτικογερμανικό κράτος εμφανίζεται να παζαρεύει την απαγωγή, μια αεροπειρατεία περιπλέκει την κατάσταση:
Στις 13 Οκτώβρη, τέσσερις Παλαιστίνιοι καταλαμβάνουν αεροσκάφος της Λουφτχάνσα με 91 άτομα, και έπειτα από περιπλάνηση ημερών, καταλήγουν στις 17 Οκτωβρίου στο Μογκαντίσου της Σομαλίας.
Αίτημα, η απελευθέρωση των μελών της RAF.
Το δράμα κορυφώνεται όταν η επίλεκτη γερμανική αντιτρομοκρατική ομάδα επιτίθεται στο αεροσκάφος, σκοτώνει τρεις από τους αεροπειρατές και απελευθερώνει τους ομήρους.

Από εδώ και πέρα οι εικόνες θολώνουν: Οι δυτικογερμανικές αρχές θα ενημερώσουν το πρωί της 18ης Οκτώβρη ότι οι Αντρέας Μπάαντερ, Γκούντρουν Εσλιν και Καρλ Ράσπε, έχοντας μάθει τις εξελίξεις, συμφώνησαν να αυτοκτονήσουν.
Στο ίδιο συμβόλαιο αυτοκτονίας συμμετείχε και η Ιρμγκαρντ Μέλερ, η οποία όμως δεν πετυχαίνει στην απόπειρά της και διασώζεται. 
Ομως η πρώτη ένδειξη ότι κάτι τέτοιο δεν συνέβαινε, δόθηκε στη διάρκεια της κηδείας των τριών, που έγινε δέκα μέρες μετά, κι αφού οι εκκλησιαστικές αρχές δεν εξέδιδαν άδεια ταφής για τους «ασεβείς τρομοκράτες».
Η λύση δόθηκε στις 27 Οκτώβρη από τον δήμαρχο της Στουτγάρδης, Μάνφρεντ Ρόμελ, γιο του Ερβιν Ρόμελ (του γερμανού στρατάρχη του Β' Π.Π.) που έδωσε άδεια ταφής δηλώνοντας ότι «κάθε έχθρα παύει μετά θάνατο».
Η θολή εικόνα των διαδρόμων του Στάμχαϊμ όμως, δεν ξεκαθάρισε ποτέ.
Οι τρεις έγκλειστοι, προκειμένου να αυτοκτονήσουν, είχαν, άραγε, καταφέρει να έχουν πιστόλια, μαχαίρια, ραδιόφωνα, ακόμη και μυστική τηλεφωνική ενδοεπικοινωνία.
Κι όλα αυτά, στα λευκά κελιά όπου ακόμη και οι δικηγόροι χρειαζόταν μιάμιση ώρα σωματικού ελέγχου για να διαβούν το κατώφλι;
Η διασωθείσα Μέλερ, που αφέθηκε ελεύθερη το 1994 λόγω βλάβης υγείας, διέψευσε με πάθος ότι έπεσε τέσσερις φορές πάνω στο μαχαίρι της για να αυτοκτονήσει, δηλώνοντας ότι οι σύντροφοί της απλώς εκτελέστηκαν.


                                                                       --//--

Ακολουθούν αποσπάσματα από συνέντευξη που έδωσε ο γιος της Γκούντρουν Έσλιν, ο Φέλιξ Βέσπερ, τον Ιούνιο του 2006, στο ισπανικό περιοδικό «Vaca Loca»

Μία νύχτα του Απρίλιου του 1968 η Γκούντρουν Έσλιν μαζί με τον Ανδρέας Μπάαντερ, τον Σολέιν και τον Προλ πυρπολούν δύο πολυκαταστήματα της Φραγκφούρτης.
Υπάρχει ένας τραυματίας, νυχτοφύλακας.
Η Γκούντρουν Έσλιν τηλεφωνεί στο Γερμανικό Πρακτορείο Ειδήσεων, αναλαμβάνοντας την ευθύνη για λογαριασμό της νεοσυσταθείσας οργάνωσης και διαβάζοντας την προκήρυξη, όπου ο εμπρησμός αναφέρεται ως «συμβολική ενέργεια κατά του κεφαλαίου».
Οι αρχές αναγνωρίζουν από το απομαγνητοφωνημένο περιεχόμενο του τηλεφωνήματος την φωνή της Έσλιν και έτσι συλλαμβάνονται και οι τέσσερεις, τρεις ημέρες μετά.
Στη δίκη που ακολούθησε, αρχικά η Έσλιν και ο Μπάαντερ αρνήθηκαν την κατηγορία του εμπρησμού, αργότερα όμως κατά τη διάρκεια της διαδικασίας ανέλαβαν την πλήρη ευθύνη.
Καταδικάστηκαν σε τρία χρόνια φυλακή, αφέθηκαν όμως ελεύθεροι ενάμιση χρόνο μετά, το καλοκαίρι του 1969, μετά από έφεση.
Την επόμενη ημέρα της αποφυλάκισής της, η Έσλιν επισκέπτεται το σπίτι όπου έμενα με τον πατέρα μου.
Ήμουν μόλις 2 ετών και δεν διατηρώ την ανάμνηση αυτής της συνάντησης.
Αργότερα έμαθα, από τον πατέρα μου, ότι σε εκείνη την συνάντηση, η μητέρα μου, μου άφησε ένα σφραγισμένο γράμμα, που θα έπρεπε να ανοίξω όταν γινόμουν 16 ετών.
Δυστυχώς το γράμμα αυτό δεν το διάβασα ποτέ.
Η αστυνομία, αργότερα, σε μία από τις έρευνές της στο σπίτι μας (μας έκαναν συχνά έρευνες αν και ο πατέρας μου δεν είχε σχέσεις με αντάρτικο πόλεων, αλλά αρκούσε ότι ήταν πρώην σύζυγος της Έσλιν), κατέσχεσε το γράμμα αυτό μαζί με άλλα αντικείμενα και δεν βρέθηκε ποτέ.

Τα λευκά κελλιά
Το 1975, σε ηλικία 8 ετών, μετά από γραφειοκρατικές διαδικασίες που διενήργησε ο δικηγόρος για πολλούς μήνες, επισκέφθηκα την μητέρα μου στην φυλακή φρούριο του Στανχάιμ όπου εξέτιε ισόβια κάθειρξη.
Για τη συνάντηση αυτή αγωνίστηκε ο δικηγόρος, που ήταν και οικογενειακός φίλος, εν αγνοία της μητέρας μου, η οποία όπως έμαθα μετά, δεν το ήθελε καθόλου.
Την είδα πίσω από ένα τζάμι.
Η συνάντηση κράτησε περίπου δύο λεπτά και σε όλη τη διάρκειά της, την κρατούσαν δύο δεσμοφύλακες, ο καθένας από ένα μπράτσο.
Ήταν η πρώτη φορά ουσιαστικά που έβλεπα τη μητέρα μου, δεν μπορούσα να τη θυμάμαι όταν ήμουν 2 ετών.
Ακόμα και υπό αυτές τις συνθήκες, μου φάνηκε εκπληκτικά όμορφη, πολύ πιο όμορφη από τις φωτογραφίες στις εφημερίδες και στο σπίτι.
Πρώτη φορά ένιωσα περηφάνεια για τη μάνα μου, έλεγα μέσα μου, μικρό παιδάκι, μπορεί η μητέρα μου να είναι τρομοκράτισα (ανάθεμα και αν ήξερα βέβαια τι σημαίνει η λέξη), αλλά είναι όμορφη και τα μαλιά της είναι πιο ξανθά από τα δικά μου.
Σε αυτά τα δύο λεπτά, ο δικηγόρος στεκόταν δίπλα μου.
Πρόλαβε να μου πει πολλά πράγματα, πριν την γυρίσουν στο κελί οι δεσμοφύλακες, τα οποία τα θυμάμαι λέξη προς λέξη, αλλά θα μου επιτρέψετε να τα κρατήσω στην ιδιωτική μου μνήμη, γιατί δεν θα ήθελε και η ίδια να βγουν προς τα έξω.

Ο Θάνατος
Στις 20 Οκτωβρίου του 1977 βρέθηκε νεκρή, εκείνη, ο Μπάαντερ και ο Ράσπε στα κελιά τους.
Είχαν περάσει μόλις τρεις ημέρες από την αιματηρή κατάληξη της αεροπειρατείας σε αεροσκάφος της Λουφτχάνσα στη Σομαλία, με αίτημα την απελευθέρωση των ηγετικών μελών της RAF.
Οι αρχές μίλησαν για «συμβόλαιο αυτοκτονίας» αλλά δεν τους πίστεψε κανείς.
Η επίσημη εκδοχή μιλάει για αυτοκτονία.
Έχω αδιάσειστα στοιχεία ότι επρόκειτο για δολοφονία μέσα στο κελλί, περιμένω την επίσημη συγκατάθεση μάρτυρα-κλειδί για να τα δημοσιεύσω.

 Από το βιβλίο του Δημήτρη Μπελαντή
Η ΟΥΛΡΙΚΕ ΜΕΤΑ ΤΟ ΘΑΝΑΤΟ ΤΗΣ ΜΑΪΝΧΟΦ, διαβάζομε…

... "ΟΥΡΛΙΚΕ ΜΑΪΝΧΟΦΦ: ΤΟ ΚΡΑΤΟΣ ΔΟΛΟΦΟΝΕΙ", 
γράφαμε στους λευκούς τοίχους. 
Πάντα τ' όνομά της λάθος: Ούρλικε - από το ουρλιάζω. Σαν εκείνη τη φωτογραφία της του 1972 - τις είχε δημοσιεύσει ένα γερμανικό περιοδικό ποικίλης ύλης όλες απ' όταν ήταν μωρό πέντε ετών. 
Σαν εκείνη τη φωτογραφία της του 1972, που η φυλάκισσα την κρατάει από το πηγούνι, για να κοιτάξει το φακό, να παραδοθεί. Μόλις την είχαν συλλάβει. Αρνιόταν να φωτογραφηθεί. Δεμένη, είχε για μόνη της αντίσταση την κίνηση του κεφαλιού της. Κι εμείς για αντίσταση εκείνην. Γράφαμε τ' όνομά της με κεφαλαία και στο γιώτα βάζαμε διαλυτικά: δυο μάτια να διαπερνούν σαν σφαίρες τα κελιά, τα ντουβάρια, την κατανάλωση, καθετί λευκό. "ΜΑΪΝΧΟΦΦ", με δύο φι, για να γίνει πιο πειστική η απειλή μας στην τάξη τους που μύριζε ανθρώπινο κρέας.

Η Ουλρίκε Μάινχοφ, ηγετικό στέλεχος της αριστερής οργάνωσης αντάρτικου πόλης «Φράξια Κόκκινος Στρατός» (RAF) στη Δυτική Γερμανία, βρέθηκε νεκρή στο κελί της το πρωί της 9ης Μαΐου 1976 (κατά σύμπτωση τριάντα ένα χρόνια μετά την κατάληψη του Βερολίνου από τους Συμμάχους). Ήταν 42 ετών.
Το 1976, όταν δολοφονήθηκε το Μάινχοφ, η βασική δίκη κατά των ηγετών του γερμανικού αντάρτικου πόλεων, η δίκη του Σταμχάιμ, ήταν σε εξέλιξη. Οι ηγέτες της RAF παρουσίαζαν στο δικαστήριο σημαντικά στοιχεία για την ανάμειξη της Δυτικής Γερμανίας στον πόλεμο του Βιετνάμ, επιχειρώντας έτσι να παρουσιάσουν την ένοπλη δράση τους ως «εμπόλεμη». Κορυφαίοι πολιτικοί της ΟΔΓ εκτέθηκαν ως συνεργάτες του Πενταγώνου.

"Πρέπει να κλείσουμε αυτό το στόμα", έλεγαν κρυφίως οι γερμανοί αξιωματούχοι για την Ουλρίκε.
Η ψυχή της, η σκέψη της, η φωνή της, όσο κι αν προσπαθούσαν να τη φιμώσουν, έφθανε έξω από τη φυλακή μέσω των δικηγόρων - συχνά πυκνά και από μόνη της. Σαν ένα αερικό, ένα στοιχειό που τίποτε δεν μπορεί να το κρατήσει. 
Δρασκελούσε τους τοίχους, τα πλέγματα, τις διπλοσκοπιές. Κορόιδευε τις κάμερες, τα ηλεκτρονικά κυκλώματα, τους φύλακες, τους επόπτες. Γινόταν αόρατος άνθρωπος και γλίστραγε μέσα από τους μπάτσους και τις ειδικές δυνάμεις του στρατού. 
Ξεχυνόταν στην άνοιξη που θέριευε έξω από το τέρας, τη φυλακή-δικαστήριο του Σταμχάιμ, έξω από το μέταλλο και το γυαλί, το ατσάλι που γενναιόδωρα παρείχαν οι απόγονοι των Κρουπ και Τύσσεν, των "Καταραμένων" του Βισκόντι. Χαιρόταν τα δένδρα και τα ποτάμια, τις αγροικίες και τις κωμοπόλεις. Τις κωμοπόλεις του Γκαίτε, του Χόφμαν και του Νοβάλις.
Κι από κει έφτανε στις πόλεις. Και γινόταν ένα με το κίνημα συμπαράστασης, με τους "συμπαθούντες", με τους ενεργούς πολίτες της γερμανικής Αριστεράς. Με τα κινήματα κατά του πολέμου, με τους αντιπυρηνικούς διαδηλωτές του Μπρόκντορφ, με τους καταληψίες σπιτιών στη Φρανκφούρτη και το Αμβούργο, με τα φοιτητικά κινήματα, τους ξένους εργάτες.
                                         --//--


Μια βραδυά για την Ουλρίκε
Eίκοσι χρόνια μετά το θάνατό της παλαιοί σύντροφοί της, φίλοι και συνεργάτες της, οργάνωσαν στο Bερολίνο μια βραδιά αφιερωμένη στη Ουλρίκε Mάινχοφ.
Hταν κυρίως μία συζήτηση ανάμεσα σ' ανθρώπους που έζησαν από κοντά την ίδια, πέρασαν μαζί της στην παρανομία, την υπερασπίσθηκαν σε δικαστήρια ή έγραψαν γι' αυτή. H συζήτηση έγινε σε μία ιστορική αίθουσα, το αμφιθέατο «Οντιο Mαξ» του Πολυτεχνείου στο Δυτικό Bερολίνο. Aπό την αίθουσα αυτή ξεκίνησε το δυναμικότερο ευρωπαϊκό κίνημα κατά του πολέμου στο Bιετνάμ το '68.

Aπό εκεί ξεπήδησε και ο πρώτος πυρήνας της RAF. Στο βήμα του αμφιθεάτρου έκατσαν ο ένας δίπλα στον άλλον, οι: Aλι Γιάνσεν, Mόνικα Mπέρμπεριχ (πρώην μέλη της R.A.F.) ο Pαλφ Pάιντερς (πρώην μέλος το «Kινήματος 2 Iούνη»), ο Xανς Xρίστιαν Στρέμπελε (δικηγόρος και μέλος της Mάινχοφ και της R.A.F.), η προσωπική της φίλη Mόνικα Zάιφερτ, ο εκδότης της Mάινχοφ Kλάους Bάγκενμπαχ και ο συγγραφέας Kάλε Pοτ. Tο αμφιθέατρο του Πολυτεχνείου είχε γεμίσει από νωρίς. Πάνω από 4.000 άτομα, κυρίως η γενιά του '60 (με τα παιδιά της να παίζουν στους διαδρόμους), αλλά και νέοι, πολύ νέοι Bερολινέζοι, φοιτητές, ακόμη και μαθητές. Πίσω από τους ομιλητές ήταν κρεμασμένο ένα τεράστιο πανό με το πρόσωπο της Ουλρίκε.
Mία από τις πολύ νεανικές εικόνες της, που ο ζωγράφος είχε φτιάξει με τον αέρα της Pόζας Λούξεμπουργκ, έτσι όπως τη γνωρίζουμε από παλιές φωτογραφίες της.
Kαι όμως οι άνθρωποι που μίλησαν στην εκδήλωση αυτή δεν είχαν έρθει με τη διάθεση να ηρωοποιήσουν τη Mάινχοφ. Hρθαν να μιλήσουν πιο πολύ για το τι συνέβη πριν από δύο δεκαετίες, να αναρωτηθούν δημοσίως «γιατί έκαναν ό,τι έκαναν; », και πολύ λιγότερο να δουν το βαθύτερο χαρακτήρα της Mάινχοφ. Οι περισσότεροι άλλωστε που τη γνώρισαν από κοντά, αναφέρονται πάντα στο δύσκολο και ιδιότροπο χαρακτήρα της. Δεν ήταν η μέρα για ήρωες, γιατί πρώτα απ' όλα οι πρωταγωνιστές δεν μπορούν ακόμη να καταλάβουν αν ό,τι έκαναν ήταν επανάσταση ή δολοφονικά παιχνίδια.

Kαι αυτό γιατί ακολούθησαν μεγάλα χρονικά διαστήματα πίσω από κάγκελα που έκαναν τους περισσότερους να αναθεωρήσουν τη ζωή τους ολόκληρη. Tον κόσμο τον ίδιο τον είδαν με άλλα μάτια. H απόσταση από τη βία ήταν παραπάνω από αισθητή.
Tο σημαντικό στοιχείο της εκδήλωσης αυτής ήταν και το γεγονός ότι οι περισσότεροι από τους ομιλητές είχαν να εμφανισθούν δημόσια μα και να βρεθούν μεταξύ τους περίπου 20 χρόνια. Δεν έλειψαν βέβαια και τα «θερμά επεισόδια».
Οπως αυτό που συνέβη όταν στην αίθουσα μπήκε ο Bέρνερ Λότσε. Παλαιό μέλος της R.A.F., που όμως αργότερα κατέθεσε ως μάρτυρας κατηγορίας ενάντια σε πρώην συντρόφους του. Mόλις έγινε αντιληπτός, πετάχθηκε από τη θέση του ο Kάλε Nτέλβο (22 χρόνια στις φυλακές) και όρμησε ουρλιάζοντας:
«Tότε γούσταρες να μπεις στη RAF. Mετά πρόδωσες μια ιστορία». «Eσύ πρόδωσες τη δικιά σου ιστορία», του απάντησε ο Λότσε. «Tι θες εδώ; ». «Nα δω τι θα πείτε για την ιστορία αυτή. Δικαίωμά μου είναι», φώναξε ο Λότσε, για να πάρει την απάντηση: «Δεν θέλουμε προδότες, φύγε». Xαρακτηριστικό στιγμιότυπο αντιπαράθεσης δύο πρώην συντρόφων, με μία λεπτομέρεια: Ο Nτέλβο ήταν ένας από τους δύο διοργανωτές της εκδήλωσης για τη Mάινχοφ. «Δεν έχω πρόβλημα με ανθρώπους που πήραν διαφορετικό πολιτικό δρόμο από εμάς», είπε λίγο αργότερα ο ίδιος. «Aλλά ένα από τα βασικότερα πιστεύω όσων πέρασαν από τη RAF, ήταν να μην προδώσουμε. Ο Λότσε ``φρόντισε'' ώστε να καταδικασθούν άνθρωποι σε μακροχρόνιες φυλακίσεις. Aν θέλει να συζητήσει, ας πάει στον εισαγγελέα...», εξήγησε ο Nτέλβο.
«Πριν από δύο χρόνια μια τέτοια συζήτηση θα ήταν αδύνατη. Aυτοί οι άνθρωποι κρύβονται από τη δημοσιότητα», μας είπε ένας από τους διοργανωτές. «Tώρα αισθάνονται κάπως πιο άνετα να μιλήσουν για το παρελθόν. Yπάρχει κάποια απόσταση».
Kαι η Mόνικα Zαϊφερτ, φίλη στενή της Mάινχοφ είπε: «Mε είχε γοητεύσει, γιατί ήταν από τους Γερμανούς διανοούμενους που είχε βαρεθεί να μιλάει μόνο. Hθελε κάτι να κάνει...». H ίδια μίλησε και για την Ουλρίκε Mάινχοφ ως δημοσιογράφο, αλλά και για τη δράση της στο γυναικείο απελευθερωτικό κίνημα πριν περάσει στην παρανομία.
Οσο για το θάνατό της είπε: «Ο θάνατός της ή η αυτοκτονία της, δεν έχει σημασία πια τι ακριβώς ήταν. Eίχε όμως μία συμβολική σημασία. Hταν η παραδοχή από μεριά της ότι ηττήθηκε. 
Tο κίνημα της ένοπλης πάλης ηττήθηκε για πάντα εκείνη την ημέρα...

Mέσα στα σοβαρά λάθη του καιρού εκείνου ο Στρέμπελε τόνισε και αυτό. «Ποτέ μέσα σ' αυτές τις οργανώσεις δεν έγινε μία πολύ σημαντική συζήτηση. Ποτέ δεν τέθηκε το θέμα ``Πόσο μακριά μπορεί να φθάσει η επαναστατική βία; ''. Aυτή η συζήτηση δεν έγινε ποτέ και ήταν μοιραίο λάθος...».

Η RAF με το πέρασμα του χρόνου έγινε ποπ και ενέπνευσε πολλούς νεότερους καλλιτέχνες, όχι μόνο Γερμανούς. 
Oπως για παράδειγμα τον Βρετανό Σκοτ Κινγκ που ζωγράφισε το 2004 την Ουλρίκε Μάινχοφ σαν τη Μόνα Λίζα του Nτα Βίντσι ή κυκλοφόρησε το 1999 στο εξώφυλλο του περιοδικού Crash το σκωπτικό λογοπαίγνιο PRADA MEINHOF. Μπλουζάκια με αυτό το λογότυπο ή άλλα όπως PRADA TERROR κυκλοφόρησαν ευρέως. 
Το γνωστό νεανικό πολυκατάστημα στη Γερμανία H&M κυκλοφόρησε και αυτό ρούχα με στρας και το γνωστό σύνθημα της RAF «Σκοτώστε ό,τι σας σκοτώνει». 

Η μόδα πουλάει αριστερή ιδεολογία και πλουτίζει! 
Η Aριστερά ίσως τελικά δεν κατάφερε ποτέ να πουλήσει τόσο καλά τον εαυτό της...


Πηγή



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου